Ял στα ελληνικά
Μετάφραση: ял, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χασμουρητό, χασμουριέμαι, πλοίαρο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- випнутися στα ελληνικά - διογκώνω, vypnutysya
- королівства στα ελληνικά - βασίλειο, Βασιλείου, βασιλεία, Kingdom, το βασίλειό
- лопух στα ελληνικά - κολλιτσίδα, κολλιτσίδας, burdock, αρκτείου, λάππα
- мантиси στα ελληνικά - μανδύας, mantissa, δεκαδικό, δεκαδικό μέρος, δεκαδικό τμήμα, δεκαδικού τμήματος
Τυχαίες λέξεις
Ял στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χασμουρητό, χασμουριέμαι, πλοίαρο
Μεταφράσεις: χασμουρητό, χασμουριέμαι, πλοίαρο