Ямочка στα ελληνικά

Μετάφραση: ямочка, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λακκάκι, γελασινός, dimple, εξογκώματος, εξόγκωμα
Ямочка στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • архіваріус στα ελληνικά - αρχειοφύλακας, αρχειοφύλακα, αρχειοθέτης, αρχειοθέτη, αρχειονόμος
  • асоціювати στα ελληνικά - συνέταιρος, συσχετίζω, συνεργάτης, συνεργάτη, συγγενούς, συγγενή, συνδεδεμένη
  • відставка στα ελληνικά - παραίτηση, παραίτησης, παραίτησή, την παραίτησή, την παραίτηση
  • каламуть στα ελληνικά - λάσπη, βλέννες, slime, γλοιού, γλίντζα
Τυχαίες λέξεις
Ямочка στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λακκάκι, γελασινός, dimple, εξογκώματος, εξόγκωμα