Λακκάκι στα ουκρανικά
Μετάφραση: λακκάκι, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
ямочка, ямка
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: λακκάκι
λακκάκι στο πηγούνι, λακκάκι λεξικό γλώσσας ουκρανικά, λακκάκι στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- λαιμαργία στα ουκρανικά - обжерливість, ненажерливість, черевоугодництво, череводогідливість, чревоугодіе
- λαιμός στα ουκρανικά - шийка, шия, ніжка, гортань, горлечко, задушити, горло, ...
- λακωνικός στα ουκρανικά - стиснений, небагатослівний, уламок, стислий, короткий, лаконічний, лаконічну, ...
- λαμβάνω στα ουκρανικά - виручка, рецепти, отримати, одержати
Τυχαίες λέξεις
Λακκάκι στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: ямочка, ямка
Μεταφράσεις: ямочка, ямка