Інтенсивно στα ελληνικά
Μετάφραση: інтенсивно, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επαύξηση, σκοπός, εντατικοποίηση, πρόθεση, εντατικά, έντονα, εντατική, εντατικής, εντατικότερα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- дзеркало στα ελληνικά - καθρέπτης, καθρέφτη, καθρέπτη, καθρέφτης, κάτοπτρο
- диптих στα ελληνικά - δίπτυχο, δίπτυχα, δίπτυχες, δίπτυχου
- забруднений στα ελληνικά - φτερό, βρώμικος, τσαπατσούλης, λασπωτήρας, βρόμικος, μολυνθεί, μολυσμένο, ...
- зливши στα ελληνικά - zlyvshy
Τυχαίες λέξεις
Інтенсивно στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επαύξηση, σκοπός, εντατικοποίηση, πρόθεση, εντατικά, έντονα, εντατική, εντατικής, εντατικότερα
Μεταφράσεις: επαύξηση, σκοπός, εντατικοποίηση, πρόθεση, εντατικά, έντονα, εντατική, εντατικής, εντατικότερα