Łatwopalny στα ελληνικά
Μετάφραση: łatwopalny, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εμπρηστικός, καύσιμος, εύφλεκτος, εύφλεκτα, εύφλεκτο, εύφλεκτων, εύφλεκτες, εύφλεκτου
Μεταφράσεις
- antyk στα ελληνικά - αρχαιότητα, αντίκα, αντίκες, αντικέ, παλαιά, παλαιών
- belona στα ελληνικά - Ζαργάνα, γατόψαρα
- czarterowanie στα ελληνικά - ναυλώνω, καταστατικό, ναύλωση, ναύλωσης, ναυλώσεις, ναυλώσεως, τη ναύλωση
- dylemat στα ελληνικά - δίλημμα, το δίλημμα, διλήμματος, δίλημμα που, δίλλημα
Τυχαίες λέξεις
Łatwopalny στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εμπρηστικός, καύσιμος, εύφλεκτος, εύφλεκτα, εύφλεκτο, εύφλεκτων, εύφλεκτες, εύφλεκτου
Μεταφράσεις: εμπρηστικός, καύσιμος, εύφλεκτος, εύφλεκτα, εύφλεκτο, εύφλεκτων, εύφλεκτες, εύφλεκτου