Εύφλεκτος στα πολωνικά
Μετάφραση: εύφλεκτος, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
łatwopalny, palny, zapalny, łatwopalne, łatwopalna
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εύφλεκτος
εύφλεκτος μύκητας, εύφλεκτος λεξικό γλώσσας πολωνικά, εύφλεκτος στα πολωνικά
Μεταφράσεις
- εύσχημος στα πολωνικά - porządny, godziwy, wiarygodny, słuszny, wiarogodny, prawdopodobny, przyzwoity, ...
- εύσωμος στα πολωνικά - korpulentny, solidny, tęgi, gruby, krzepki, odżywczy, dzielny, ...
- εύχομαι στα πολωνικά - życzyć, żałować, pragnąć, życzenie, chęć, zachcieć, pragnienie, ...
- εύχρηστος στα πολωνικά - dogodny, sprytny, wygodny, przydatny, podręczny, zręczny, poręczny
Τυχαίες λέξεις
Εύφλεκτος στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: łatwopalny, palny, zapalny, łatwopalne, łatwopalna
Μεταφράσεις: łatwopalny, palny, zapalny, łatwopalne, łatwopalna