Łono στα ελληνικά
Μετάφραση: łono, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γύρος, μήτρα, παφλάζω, πλαταγίζω, γόνατα, μήτρας, μήτρα της, κοιλιά, στη μήτρα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- drenaż στα ελληνικά - οχετός, στραγγίζω, αποχέτευση, αποστράγγισης, αποστράγγιση, αποχέτευσης, παροχέτευση
- dystrybucyjny στα ελληνικά - διανεμητικές, διανεμητικό, διανεμητικής, διανεμητικού, διανεμητική
- inwazyjny στα ελληνικά - εισβολής, επεμβατική, επεμβατικές, επεμβατικής, χωροκατακτητικών
Τυχαίες λέξεις
Łono στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γύρος, μήτρα, παφλάζω, πλαταγίζω, γόνατα, μήτρας, μήτρα της, κοιλιά, στη μήτρα
Μεταφράσεις: γύρος, μήτρα, παφλάζω, πλαταγίζω, γόνατα, μήτρας, μήτρα της, κοιλιά, στη μήτρα