Łupić στα ελληνικά
Μετάφραση: łupić, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λεφτά, ξεγυμνώνω, ληστεύω, λεηλατώ, λάφυρα, λεηλασία, λεηλασίας, αρπαγή, λεηλατήσουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- ambulans στα ελληνικά - νοσοκομειακό, ασθενοφόρο, ασθενοφόρων, ασθενοφόρου, το ασθενοφόρο, ασθενοφόρα
- dermatologiczny στα ελληνικά - Δερματολογικά, Δερματολογικός, Δερματολογικές, δερματολογία, στη δερματολογία
- dopasowanie στα ελληνικά - αγώνας, ρύθμιση, ταιριάζω, συνταιριάζω, σπίρτο, ταιριάζει, ταιριάζουν, ...
- importować στα ελληνικά - εισαγωγή, εισαγωγής, την εισαγωγή, εισαγωγών, εισαγωγές
Τυχαίες λέξεις
Łupić στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λεφτά, ξεγυμνώνω, ληστεύω, λεηλατώ, λάφυρα, λεηλασία, λεηλασίας, αρπαγή, λεηλατήσουν
Μεταφράσεις: λεφτά, ξεγυμνώνω, ληστεύω, λεηλατώ, λάφυρα, λεηλασία, λεηλασίας, αρπαγή, λεηλατήσουν