Λάφυρα στα πολωνικά

Μετάφραση: λάφυρα, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
szabrować, zysk, łup, grabić, łupić, zdobycz, łupy, grabież, psuje, urobek, psują, łupów
Λάφυρα στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: λάφυρα

λάφυρα μελίνα κανά, λάφυρα ορισμός, λάφυρα cd, λάφυρα της νύχτας, grepolis λάφυρα, λάφυρα λεξικό γλώσσας πολωνικά, λάφυρα στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • λάσπη στα πολωνικά - utwierdzać, muł, uchodzenie, spajać, błoto, odpływać, podsiąkać, ...
  • λάστιχο στα πολωνικά - opona, obręcz, guma, kauczuk, gumowy, kauczukowy, gumy
  • λάχανο στα πολωνικά - kapusta, kapusty, cabbage, kapustą, kapustę
  • λέμφος στα πολωνικά - wysięk, limfa, chłonnych, limfatyczny, chłonnego, limfy
Τυχαίες λέξεις
Λάφυρα στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: szabrować, zysk, łup, grabić, łupić, zdobycz, łupy, grabież, psuje, urobek, psują, łupów