Ślepie στα ελληνικά

Μετάφραση: ślepie, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
θαμπώνω, μάτι, οφθαλμός, τυφλός, Τα μάτια, Οι οφθαλμοί, μάτια, στα μάτια, από τα μάτια
Ślepie στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bezpiecznik στα ελληνικά - φυτίλι, φιτίλι, ασφάλεια, ασφαλειών, ασφάλειας, την ασφάλεια, της ασφάλειας
  • frymarczyć στα ελληνικά - επιτήδευμα, εμπόριο, επάγγελμα, σπαταλώ, ασωτεύω, να ξοδευτούν, ξοδευτούν, ...
  • gęś στα ελληνικά - χήνα, χήνας, χήνες, της χήνας, χηνών
  • hermetyzować στα ελληνικά - εγκλείω, συμπυκνώνουν, ενθυλακώνουν, ενσωματώσουν, ενθυλάκωση, εγκλεισμό
Τυχαίες λέξεις
Ślepie στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: θαμπώνω, μάτι, οφθαλμός, τυφλός, Τα μάτια, Οι οφθαλμοί, μάτια, στα μάτια, από τα μάτια