Śrubować στα ελληνικά

Μετάφραση: śrubować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βιδώνω, βίδα, κοχλίας, κοχλία, βίδας, βιδωτό
Śrubować στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • dentysta στα ελληνικά - οδοντίατρος, οδοντίατρο, οδοντιάτρου, οδοντίατρό, τον οδοντίατρό
  • drab στα ελληνικά - μόρτης, κακούργος, κτηνώδης, τυχοδιώκτη, ελεεινής
  • fibroina στα ελληνικά - φιβροΐνης, φιβρόίνη, φιβρόίνης, fibroin, φιμπρόίνης
  • grzybobranie στα ελληνικά - μανιτάρι, εξάπλωση, πληθαίνουν, πολλαπλασιασμό, ξεφύτρωμα, mushrooming
Τυχαίες λέξεις
Śrubować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βιδώνω, βίδα, κοχλίας, κοχλία, βίδας, βιδωτό