Śrutować στα ελληνικά

Μετάφραση: śrutować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μελανιάζω, μελανιά, μώλωπας, μώλωπα, εκχύμωση, εκχυμώσεων
Śrutować στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • antymateria στα ελληνικά - αντιύλη, αντιύλης, την αντιύλη, η αντιύλη, της αντιύλης
  • dookreślić στα ελληνικά - να, για, σε, με, για να
  • efekt στα ελληνικά - αποτέλεσμα, επίδραση, ισχύ, αποτελέσματος, επιπτώσεις
  • gderliwość στα ελληνικά - grumpiness
Τυχαίες λέξεις
Śrutować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μελανιάζω, μελανιά, μώλωπας, μώλωπα, εκχύμωση, εκχυμώσεων