Żarzenie στα ελληνικά

Μετάφραση: żarzenie, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πυρακτώνομαι, λάμψη, φεγγοβολώ, φωτοβολία, λευκοπύρωση, incandescence, πυράκτωσή, πυράκτωση
Żarzenie στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • alkomat στα ελληνικά - breathalyser, αλκοτέστ, αλκοολομέτρου, συσκευή αλκοτέστ
  • ametystowy στα ελληνικά - amethystine
  • autochtoniczny στα ελληνικά - ντόπιος, ιθαγενής, εγχώριος, αυτόχθονες, αυτοχθόνων, αυτόχθονων
  • brodacz στα ελληνικά - άνδρας, άνθρωπος, άντρας, άνθρωπο, άνδρα
Τυχαίες λέξεις
Żarzenie στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πυρακτώνομαι, λάμψη, φεγγοβολώ, φωτοβολία, λευκοπύρωση, incandescence, πυράκτωσή, πυράκτωση