Żyć στα ελληνικά
Μετάφραση: żyć, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ζωντανός, υπάρχω, μένω, διανύω, βρίσκομαι, είμαι, ζω, ζουν, ζήσουν, ζήσει, ζει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- bezwarunkowy στα ελληνικά - απόλυτος, άνευ όρων, ανεπιφύλακτη, χωρίς όρους, ανεπιφύλακτο, ανεπιφύλακτες
- ciemnowłosy στα ελληνικά - μελαχρινός, σκούρος, σκοτεινός, μουχρός, σκοτάδι, σκούρο, σκοτεινό, ...
- cienias στα ελληνικά - πραγματάκι, μαραφέτι, thingy
- czerwonkowy στα ελληνικά - δυσεντερικών, δυσεντερικά, δυσεντερικό, τα δυσεντερικά, των δυσεντερικών
Τυχαίες λέξεις
Żyć στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ζωντανός, υπάρχω, μένω, διανύω, βρίσκομαι, είμαι, ζω, ζουν, ζήσουν, ζήσει, ζει
Μεταφράσεις: ζωντανός, υπάρχω, μένω, διανύω, βρίσκομαι, είμαι, ζω, ζουν, ζήσουν, ζήσει, ζει