Żywieniowy στα ελληνικά
Μετάφραση: żywieniowy, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
θρεπτικός, σίτιση, διατροφή, τροφοδοσίας, σίτισης, τροφοδοσία
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- bezprawny στα ελληνικά - παράνομος, παράνομη, παράνομης, παράνομες, παράνομων
- chronicznie στα ελληνικά - χρονίως, χρόνια, χρόνιες, χρονικώς, με χρόνιες
- dłutować στα ελληνικά - σμίλη, λαξεύω, καλέμι, κοπίδι, σμίλης, σκαρπέλο
- fistuła στα ελληνικά - συρίγγιο, συριγγίου, συριγγίων, αναστόμωσης, fistula
Τυχαίες λέξεις
Żywieniowy στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: θρεπτικός, σίτιση, διατροφή, τροφοδοσίας, σίτισης, τροφοδοσία
Μεταφράσεις: θρεπτικός, σίτιση, διατροφή, τροφοδοσίας, σίτισης, τροφοδοσία