Afektowany στα ελληνικά
Μετάφραση: afektowany, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επιτηδευμένος, επηρεάζονται, επηρεάζεται, που επηρεάζονται, επηρεαστεί, επηρεαστούν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- afektacja στα ελληνικά - επιτήδευση, εκζήτηση, νάζια, επηρεασμού, επηρεασμός, προσποίηση
- afektowanie στα ελληνικά - με επιτήδευσιν
- afektywny στα ελληνικά - συναισθηματική, συναισθηματικές, συναισθηματικών, συναισθηματικής, συναισθηματικό
- afera στα ελληνικά - δεσμός, υπόθεση, υπόθεσης, την υπόθεση, υπόθεση της, ερωτική
Τυχαίες λέξεις
Afektowany στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επιτηδευμένος, επηρεάζονται, επηρεάζεται, που επηρεάζονται, επηρεαστεί, επηρεαστούν
Μεταφράσεις: επιτηδευμένος, επηρεάζονται, επηρεάζεται, που επηρεάζονται, επηρεαστεί, επηρεαστούν