Alokować στα ελληνικά

Μετάφραση: alokować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αναθέτω, κατανέμω, διανέμω, κατανομή, διαθέσει, διαθέσουν, κατανέμει, κατανέμουν
Alokować στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • aloes στα ελληνικά - αλόη, Aloe, αλόης, Η Αλόη, την αλόη
  • alokacja στα ελληνικά - κατανομή, καταμερισμός, κατανομής, χορήγηση, διάθεση, την κατανομή
  • alonż στα ελληνικά - αναβάτης, καβαλάρης, αναβάτη, οδηγό, οδηγός
  • alopatyczny στα ελληνικά - αλλοπαθητικός, αλλοπαθητικών, αλλοπαθητικά, αλλοπαθητική, αλλοπαθητικό
Τυχαίες λέξεις
Alokować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αναθέτω, κατανέμω, διανέμω, κατανομή, διαθέσει, διαθέσουν, κατανέμει, κατανέμουν