Analizować στα ελληνικά
Μετάφραση: analizować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λύνω, διαμελίζω, εξερευνώ, αποφασίζω, διευθετώ, σπουδές, αποτιμώ, σπουδάζω, τεμαχίζω, αναλύω, μελέτη, γραφείο, αναλύσει, αναλύουν, αναλύσουμε, αναλύει, αναλύσουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- analizator στα ελληνικά - αναλυτής, αναλυτή, αναλύτη, του αναλυτή, αναλύτης
- analizowanie στα ελληνικά - ανάλυση, ανάλυσης, την ανάλυση, αναλύοντας, αναλύει
- analny στα ελληνικά - πρωκτικός, πρωκτικό, πρωκτική, πρωκτού, του πρωκτού
- analog στα ελληνικά - ανάλογο, αναλογικό, αναλογική, αναλόγου, αναλογικά
Τυχαίες λέξεις
Analizować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λύνω, διαμελίζω, εξερευνώ, αποφασίζω, διευθετώ, σπουδές, αποτιμώ, σπουδάζω, τεμαχίζω, αναλύω, μελέτη, γραφείο, αναλύσει, αναλύουν, αναλύσουμε, αναλύει, αναλύσουν
Μεταφράσεις: λύνω, διαμελίζω, εξερευνώ, αποφασίζω, διευθετώ, σπουδές, αποτιμώ, σπουδάζω, τεμαχίζω, αναλύω, μελέτη, γραφείο, αναλύσει, αναλύουν, αναλύσουμε, αναλύει, αναλύσουν