Angażować στα ελληνικά

Μετάφραση: angażować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εντάσσω, περιλαμβάνω, εγγράφομαι, μπλέκω, εμπλέκομαι, νοικιάζω, εμπλέκω, ασκούν, εμπλέκονται, εμπλακούν, συμμετέχουν, συμμετάσχουν
Angażować στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • anewryzm στα ελληνικά - ανεύρυσμα, ανευρύσματος, του ανευρύσματος, το ανεύρυσμα, ανευρυσμάτων
  • angaż στα ελληνικά - προσβάλλομαι, αρραβώνες, συμβόλαιο, συστέλλομαι, συμπλοκή, σύμπλεξη, εμπλοκή, ...
  • angina στα ελληνικά - κυνάγχη, στηθάγχη, στηθάγχης, της στηθάγχης, τη στηθάγχη
Τυχαίες λέξεις
Angażować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εντάσσω, περιλαμβάνω, εγγράφομαι, μπλέκω, εμπλέκομαι, νοικιάζω, εμπλέκω, ασκούν, εμπλέκονται, εμπλακούν, συμμετέχουν, συμμετάσχουν