Anonsować στα ελληνικά
Μετάφραση: anonsować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διαφημίζω, ανακοινώνω, διαφημιστείτε, διαφημίζουν, διαφημίσετε, διαφημίσουν, διαφημίσει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- anonimowy στα ελληνικά - ανώνυμος, ανώνυμα, ανώνυμη, ανώνυμο, ανώνυμες
- anons στα ελληνικά - διαφήμιση, εξαγγελία, ανακοίνωση, διαφήμισης, η διαφήμιση, αγγελία, τη διαφήμιση
- anoreksja στα ελληνικά - ανορεξία, ανορεξίας, η ανορεξία, νευρική, την ανορεξία
- anormalnie στα ελληνικά - ασυνήθιστα, αφύσικα, ανώμαλα, ασυνήθως, υπερβολικά
Τυχαίες λέξεις
Anonsować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διαφημίζω, ανακοινώνω, διαφημιστείτε, διαφημίζουν, διαφημίσετε, διαφημίσουν, διαφημίσει
Μεταφράσεις: διαφημίζω, ανακοινώνω, διαφημιστείτε, διαφημίζουν, διαφημίσετε, διαφημίσουν, διαφημίσει