Aplikować στα ελληνικά
Μετάφραση: aplikować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δοσολογία, απονέμω, αιτούμαι, διοικώ, χορηγώ, βάζω, εφαρμόζω, ισχύουν, εφαρμόζονται, εφαρμόζεται, εφαρμογή, εφαρμόζουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- aplikantura στα ελληνικά - μαθητεία, μαθητείας, της μαθητείας, τη μαθητεία, αθητείας
- aplikatura στα ελληνικά - fingering, δαχτυλισμοί, δακτυλοθεσίες, δαχτυλισμών, δακτυλισμών
- aplit στα ελληνικά - aplite
- apodyktycznie στα ελληνικά - αυταρχικά, αυθαιρετώς, τελικώς, επιτακτικά
Τυχαίες λέξεις
Aplikować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δοσολογία, απονέμω, αιτούμαι, διοικώ, χορηγώ, βάζω, εφαρμόζω, ισχύουν, εφαρμόζονται, εφαρμόζεται, εφαρμογή, εφαρμόζουν
Μεταφράσεις: δοσολογία, απονέμω, αιτούμαι, διοικώ, χορηγώ, βάζω, εφαρμόζω, ισχύουν, εφαρμόζονται, εφαρμόζεται, εφαρμογή, εφαρμόζουν