Δοσολογία στα πολωνικά

Μετάφραση: δοσολογία, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
dawkować, aplikować, doza, dawka, dozować, dawkowanie, dozowanie, dawkowania, dawki
Δοσολογία στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δοσολογία

δοσολογία soldesanil, δοσολογία aerius, δοσολογία augmentin, δοσολογία αρωμάτων atmos lab, δοσολογία sinecod, δοσολογία λεξικό γλώσσας πολωνικά, δοσολογία στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • δορυφόρος στα πολωνικά - satelita, satelitarna, satelitarnej, satelitarną, satelitarnych
  • δοσοληψία στα πολωνικά - transakcja, ruch, komunikacja, handel, kupczyć, handlować, przeszachrować, ...
  • δουκάτο στα πολωνικά - księstwo, Księstwa, duchy, księstwem, Księstwu
  • δουλεία στα πολωνικά - mordęga, niewola, niewolnictwo, jasyr, Bondage, niewoli, niewolnik
Τυχαίες λέξεις
Δοσολογία στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: dawkować, aplikować, doza, dawka, dozować, dawkowanie, dozowanie, dawkowania, dawki