Balansować στα ελληνικά

Μετάφραση: balansować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ισοζύγιο, αναπηδώ, πλάστιγγα, ισορροπία, ζυγαριά, υπόλοιπο, ισορροπίας, ισοζυγίου
Balansować στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • balanga στα ελληνικά - μπερδεμένος, ταραγμένος, συγκεχυμένος, Μπερδευτήκατε, Σύγχυση
  • balans στα ελληνικά - πλάστιγγα, ισορροπία, ζυγαριά, ισοζύγιο, υπόλοιπο, ισορροπίας, ισοζυγίου
  • balas στα ελληνικά - κάγκελο, κάγγελο, κολωνάκι, στύλος
  • balast στα ελληνικά - σαβούρα, σαβουρώνω, έρμα, έρματος, στραγγαλιστικού πηνίου, στραγγαλιστικό πηνίο, ballast
Τυχαίες λέξεις
Balansować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ισοζύγιο, αναπηδώ, πλάστιγγα, ισορροπία, ζυγαριά, υπόλοιπο, ισορροπίας, ισοζυγίου