Bielić στα ελληνικά
Μετάφραση: bielić, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ασπρίζω, λευκαντικό, κασσίτερος, χλωρίνη, κονσέρβα, ασβεστώνω, ασβεστόνερο, ασβέστη, συγκάλυψη, κιμωλία
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- bielik στα ελληνικά - λευκαντικό, χλωρίνη, ερνέστος, Erne
- bielizna στα ελληνικά - λινός, κλινοσκεπάσματα, εσώρουχα, εσωρούχων, εσώρουχο, τα εσώρουχα, εσωρούχων που
- bieliźniarka στα ελληνικά - κομό, σιφφονιέρα
- bielmo στα ελληνικά - καταρράκτης, ενδοσπέρμιο, ενδόσπερμα, ενδοσπερμίου, το ενδοσπέρμιο, του ενδοσπερμίου
Τυχαίες λέξεις
Bielić στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ασπρίζω, λευκαντικό, κασσίτερος, χλωρίνη, κονσέρβα, ασβεστώνω, ασβεστόνερο, ασβέστη, συγκάλυψη, κιμωλία
Μεταφράσεις: ασπρίζω, λευκαντικό, κασσίτερος, χλωρίνη, κονσέρβα, ασβεστώνω, ασβεστόνερο, ασβέστη, συγκάλυψη, κιμωλία