Całkowicie στα ελληνικά

Μετάφραση: całkowicie, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αγνά, αποκλειστικά, τελείως, νεκρός, πλήρως, αρκετά, πεθαμένος, απολύτως, διαμέσου, εντελώς, δίκαια, πλήρη
Całkowicie στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • całkowanie στα ελληνικά - ολοκλήρωση, ολοκλήρωσης, ενσωμάτωση, ένταξη, ένταξης
  • całkować στα ελληνικά - ενσωμάτωση, ενσωματώσει, ενσωματώσουν, ενσωματώνουν, ενσωματωθούν
  • całkowitość στα ελληνικά - ακεραιότητα, ολότητα, πληρότητα, ολότητας, την πληρότητα
  • całkowity στα ελληνικά - βαθυστόχαστος, όλος, απόλυτος, εξονυχιστικός, σύνολο, εναργής, ελευθερώνω, ...
Τυχαίες λέξεις
Całkowicie στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αγνά, αποκλειστικά, τελείως, νεκρός, πλήρως, αρκετά, πεθαμένος, απολύτως, διαμέσου, εντελώς, δίκαια, πλήρη