Αποκλειστικά στα πολωνικά

Μετάφραση: αποκλειστικά, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
całkowicie, wyłącznie, się wyłącznie, ekskluzywnie, jedynie, wyłącznie w
Αποκλειστικά στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αποκλειστικά

αποκλειστικά in english, αποκλειστικά καρράσ, αποκλειστικά συνώνυμα, αποκλειστικά στο nasos blog, αποκλειστικά μετάφραση, αποκλειστικά λεξικό γλώσσας πολωνικά, αποκλειστικά στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • αποκλείω στα πολωνικά - interdykt, likwidować, eliminować, przeklinać, zakazywać, zabraniać, zapobiegać, ...
  • αποκλεισμός στα πολωνικά - wykluczenie, obwódka, banicja, zabronić, wyklinać, zakaz, interdykt, ...
  • αποκλειστικός στα πολωνικά - wyłączny, ekskluzywny, pierwszorzędny, wyłączne, wyłącznym, wyłączną
  • αποκλειστικότητα στα πολωνικά - ekskluzywny, pierwszorzędny, wyłączny, ekskluzywność, wyłączność, wyłączności, ekskluzywności
Τυχαίες λέξεις
Αποκλειστικά στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: całkowicie, wyłącznie, się wyłącznie, ekskluzywnie, jedynie, wyłącznie w