Celowość στα ελληνικά
Μετάφραση: celowość, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λογική, σκοπιμότης, σκοπιμότητα, αποφασιστικότητας, η προσήλωση στον στόχο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- celowo στα ελληνικά - σκόπιμα, επίτηδες, σκοπίμως, εσκεμμένα, εκ προθέσεως
- celowy στα ελληνικά - οικειοποιούμαι, κατάλληλος, συνετός, συνετό, σκόπιμος, σφετερίζομαι, εσκεμμένος, ...
- celuloid στα ελληνικά - ταρταρούγα, ζελατίνη, ζελατίνα, σελιλόιντ, κυτταρινοειδή
Τυχαίες λέξεις
Celowość στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λογική, σκοπιμότης, σκοπιμότητα, αποφασιστικότητας, η προσήλωση στον στόχο
Μεταφράσεις: λογική, σκοπιμότης, σκοπιμότητα, αποφασιστικότητας, η προσήλωση στον στόχο