Cnotliwość στα ελληνικά

Μετάφραση: cnotliwość, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αρετή, προτέρημα, φρονιμάδα, προσόν, αγνότητα, αγνότητας, την αγνότητα, της αγνότητας, αγνότητά
Cnotliwość στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • cnota στα ελληνικά - προτέρημα, αρετή, φρονιμάδα, προσόν, δυνάμει, λόγω, βάσει, ...
  • cnotliwie στα ελληνικά - ενάρετα, ενάρετη, υλοποιούν νό ι ες, χρηστά ήθη, τα χρηστά ήθη
  • cnotliwy στα ελληνικά - απέριττος, αγνός, ενάρετος, ενάρετο, ενάρετη, ενάρετου, ενάρετοι
  • co στα ελληνικά - σαν, όπως, τι, αυτό που, το τι, ποια
Τυχαίες λέξεις
Cnotliwość στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αρετή, προτέρημα, φρονιμάδα, προσόν, αγνότητα, αγνότητας, την αγνότητα, της αγνότητας, αγνότητά