Długość στα ελληνικά

Μετάφραση: długość, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σπιθαμή, μήκος, μήκους, διάρκεια, το μήκος, χρονικό
Długość στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • długowieczny στα ελληνικά - μεγάλος, μακρύς, μακρόβιος, μακράς διάρκειας ζωής, μακρόβιων, μακρόβια, μεγάλης διάρκειας ζωής
  • długowłosy στα ελληνικά - μακρύς, μεγάλος, μακρυμάλλης, μακριά μαλλιά, μακρυμάλλη, μακρύ τρίχωμα, μακρυμάλλες
  • dłuto στα ελληνικά - καλέμι, σμίλη, λαξεύω, κοπίδι, σμίλης, σκαρπέλο
  • dłutować στα ελληνικά - σμίλη, λαξεύω, καλέμι, κοπίδι, σμίλης, σκαρπέλο
Τυχαίες λέξεις
Długość στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σπιθαμή, μήκος, μήκους, διάρκεια, το μήκος, χρονικό