Dłuto στα ελληνικά
Μετάφραση: dłuto, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καλέμι, σμίλη, λαξεύω, κοπίδι, σμίλης, σκαρπέλο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- długowłosy στα ελληνικά - μακρύς, μεγάλος, μακρυμάλλης, μακριά μαλλιά, μακρυμάλλη, μακρύ τρίχωμα, μακρυμάλλες
- długość στα ελληνικά - σπιθαμή, μήκος, μήκους, διάρκεια, το μήκος, χρονικό
- dłutować στα ελληνικά - σμίλη, λαξεύω, καλέμι, κοπίδι, σμίλης, σκαρπέλο
- dłużnik στα ελληνικά - δανειζόμενος, οφειλέτης, οφειλέτη, του οφειλέτη, χρεώστη, υπόχρεος
Τυχαίες λέξεις
Dłuto στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καλέμι, σμίλη, λαξεύω, κοπίδι, σμίλης, σκαρπέλο
Μεταφράσεις: καλέμι, σμίλη, λαξεύω, κοπίδι, σμίλης, σκαρπέλο