Defilować στα ελληνικά

Μετάφραση: defilować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μαγαρίζω, λερώνω, βεβηλώνω, κηλιδώνω, παρέλαση, παρέλασης, παρελαύνουν, την παρέλαση, παρελάσουν
Defilować στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • defilada στα ελληνικά - παρελθόν, περασμένος, παρέλαση, πομπή, πομπής, περιφορά, λιτανεία, ...
  • defilowanie στα ελληνικά - ξεφουσκώνει, ξεφούσκωμα, αποπληθωρισμό, αποπληθωρισμού, το ξεφούσκωμα
  • definicja στα ελληνικά - ορισμός, ορισμό, ορισμού, καθορισμό, τον ορισμό
  • definicyjny στα ελληνικά - ορισμού, ορισμούς, των ορισμών, στους ορισμούς, εννοιολογικοί
Τυχαίες λέξεις
Defilować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μαγαρίζω, λερώνω, βεβηλώνω, κηλιδώνω, παρέλαση, παρέλασης, παρελαύνουν, την παρέλαση, παρελάσουν