Dekatyzować στα ελληνικά
Μετάφραση: dekatyzować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συστέλλω, μπαίνω, συρρικνώνομαι, στον ατμό, ατμό, αχνιστά, ατμού, με ατμό
Μεταφράσεις
- dekarstwo στα ελληνικά - στέγαση, στέγες, στέγης, κατασκευής σκεπής, στεγών
- dekarz στα ελληνικά - στεγαστής, roofer, κεραμιδάδες, τεχνίτης στέγης, roofer που
- dekiel στα ελληνικά - σκέπασμα, καπάκι, καλύπτω, κάλυμμα, καπακιού, καλύμματος, πώμα
- deklamacja στα ελληνικά - δημηγορία, απαγγελία
Τυχαίες λέξεις
Dekatyzować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συστέλλω, μπαίνω, συρρικνώνομαι, στον ατμό, ατμό, αχνιστά, ατμού, με ατμό
Μεταφράσεις: συστέλλω, μπαίνω, συρρικνώνομαι, στον ατμό, ατμό, αχνιστά, ατμού, με ατμό