Dołować στα ελληνικά

Μετάφραση: dołować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ορυχείο, λάκκος, σκάμμα, λάκκο, pit, τάφρο
Dołować στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • doładowywać στα ελληνικά - επαναφόρτιση, ανατροφοδότηση, επαναφόρτισης, ανατροφοδότησης, αναπλήρωσης
  • dołek στα ελληνικά - λακκάκι, τρύπα, οπή, οπής, οπών, τρύπας
  • dołożyć στα ελληνικά - βάζω, κάνω, φτιάχνω, εξαναγκάζω, κατασκευάζω, τοποθετώ, προσθέτω, ...
  • dołączać στα ελληνικά - επισυνάπτω, περικλείω, προσθέτω, ενώνω, συνενώνω, συνδέω, σχολιάζω, ...
Τυχαίες λέξεις
Dołować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ορυχείο, λάκκος, σκάμμα, λάκκο, pit, τάφρο