Dochód στα ελληνικά
Μετάφραση: dochód, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γυρίζω, έσοδο, απολαβή, κέρδος, λήψη, εισόδημα, επιστροφή, ωφέλεια, επιστρέφω, έσοδα, εισοδήματος, εσόδων, εισοδημάτων
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- dochodzić στα ελληνικά - υποστηρίζω, απεργία, έρχομαι, φτάνω, διεκδικώ, χτυπώ, αξίωση, ...
- dochować στα ελληνικά - διασώζω, παραμένω, συντηρώ, διατηρώ, διατήρηση, τη διατήρηση, διαφύλαξη, ...
- dociekanie στα ελληνικά - διερεύνηση, εξέταση, σπουδές, διεργασία, μελέτη, γραφείο, έρευνα, ...
- dociekać στα ελληνικά - ερευνώ, ερωτώ, ενημερωθείτε, ρωτήσετε, ζητήσετε, ερευνήσει, διερευνά
Τυχαίες λέξεις
Dochód στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γυρίζω, έσοδο, απολαβή, κέρδος, λήψη, εισόδημα, επιστροφή, ωφέλεια, επιστρέφω, έσοδα, εισοδήματος, εσόδων, εισοδημάτων
Μεταφράσεις: γυρίζω, έσοδο, απολαβή, κέρδος, λήψη, εισόδημα, επιστροφή, ωφέλεια, επιστρέφω, έσοδα, εισοδήματος, εσόδων, εισοδημάτων