Έσοδο στα πολωνικά
Μετάφραση: έσοδο, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
przychód, dochód, wpływy, dochody, przychody
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: έσοδο
τεκμαρτό έσοδο, οριακό έσοδο, μέσο έσοδο, έσοδο ορισμός, δεδουλευμένο έσοδο, έσοδο λεξικό γλώσσας πολωνικά, έσοδο στα πολωνικά
Μεταφράσεις
- έρχομαι στα πολωνικά - przychodzić, spuścić, pochodzić, przyjeżdżać, chodzić, nadejść, dolatywać, ...
- έρωτας στα πολωνικά - miłować, zaloty, kochać, płeć, stosunek, lubić, umiłowanie, ...
- έστω στα πολωνικά - jednak, chociaż, aczkolwiek, nawet, jeszcze, nawet w, mimo
- έσχατος στα πολωνικά - podstawowy, ostateczny, skrajny, straszny, okropny, zasadniczy, najwyższy, ...
Τυχαίες λέξεις
Έσοδο στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: przychód, dochód, wpływy, dochody, przychody
Μεταφράσεις: przychód, dochód, wpływy, dochody, przychody