Εισόδημα στα πολωνικά
Μετάφραση: εισόδημα, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
przychód, dochód, wpływy, dochody, przychody
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εισόδημα
εισόδημα από ενοίκια, εισόδημα από ατομ. επιχ. παροχής υπηρεσιών ή ελευθ. επαγγ. της παρ. 1 αρθρ. 45 κφε, εισόδημα από κινητές αξίες, εισόδημα από γεωργικές επιχειρήσεις με βάση το αντικειμενικό σύστημα, εισόδημα από ελευθέρια επαγγέλματα, εισόδημα λεξικό γλώσσας πολωνικά, εισόδημα στα πολωνικά
Μεταφράσεις
- εισροή στα πολωνικά - napływ, dopływ, wpływanie, ujście, napływu, wpływy, dopływu
- εισχωρώ στα πολωνικά - przenikać, infiltrować, przesączać, penetrować, wnikać, przebić, spenetrować
- εκατομμύριο στα πολωνικά - milion, mln, milionów, miliona, miliony
- εκατονταετηρίδα στα πολωνικά - wiek, stulecie, stuletni, centenary, setną rocznicę, setna rocznica
Τυχαίες λέξεις
Εισόδημα στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: przychód, dochód, wpływy, dochody, przychody
Μεταφράσεις: przychód, dochód, wpływy, dochody, przychody