Dociekanie στα ελληνικά

Μετάφραση: dociekanie, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διερεύνηση, εξέταση, σπουδές, διεργασία, μελέτη, γραφείο, έρευνα, σπουδάζω, έρευνας, της έρευνας, διερεύνησης
Dociekanie στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • dochować στα ελληνικά - διασώζω, παραμένω, συντηρώ, διατηρώ, διατήρηση, τη διατήρηση, διαφύλαξη, ...
  • dochód στα ελληνικά - γυρίζω, έσοδο, απολαβή, κέρδος, λήψη, εισόδημα, επιστροφή, ...
  • dociekać στα ελληνικά - ερευνώ, ερωτώ, ενημερωθείτε, ρωτήσετε, ζητήσετε, ερευνήσει, διερευνά
  • dociekliwie στα ελληνικά - περίεργος, περίεργο, περίεργα, αδιάκριτο, περιέργεια
Τυχαίες λέξεις
Dociekanie στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διερεύνηση, εξέταση, σπουδές, διεργασία, μελέτη, γραφείο, έρευνα, σπουδάζω, έρευνας, της έρευνας, διερεύνησης