Domieszka στα ελληνικά
Μετάφραση: domieszka, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ακαθαρσία, πρόσθετο, ντοπάρω, κράμα, απόχρωση, πρόσμειξη, βάμμα, μίγμα, μίξη, ανάμιξη, πρόσμιξη, μείγμα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- domierzać στα ελληνικά - παραδίνω, δίνω, μετρήσετε, μέτρο έξω, μετρήσει τις, measure out, λειτουργία measure out
- domieszać στα ελληνικά - ανακατεύω, ανακατώνω, μίγμα, αναμιγνύω, προσμιγνύω, πρόσμικτο, πρόσμιγμα, ...
- dominacja στα ελληνικά - κυριαρχία, κυριαρχίας, την κυριαρχία, της κυριαρχίας, επικράτηση
- dominik στα ελληνικά - Dominik, Ο Dominik, τον Dominik, του Dominik, στον Dominik
Τυχαίες λέξεις
Domieszka στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ακαθαρσία, πρόσθετο, ντοπάρω, κράμα, απόχρωση, πρόσμειξη, βάμμα, μίγμα, μίξη, ανάμιξη, πρόσμιξη, μείγμα
Μεταφράσεις: ακαθαρσία, πρόσθετο, ντοπάρω, κράμα, απόχρωση, πρόσμειξη, βάμμα, μίγμα, μίξη, ανάμιξη, πρόσμιξη, μείγμα