Βάμμα στα πολωνικά

Μετάφραση: βάμμα, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
nalewka, odcień, wyciąg, roztwór, tynktura, domieszka, odrobina, hubka, nalewki, Nalewka z, tincture, nalewkę
Βάμμα στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: βάμμα

βάμμα θυμαριού, βάμμα λουίζας, βάμμα καρυδιού, βάμμα ιωδίου, βάμμα του ηλιοτροπίου, βάμμα λεξικό γλώσσας πολωνικά, βάμμα στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • βάθρο στα πολωνικά - podkład, podmurówka, fundacja, baza, gruntować, podnóże, zasada, ...
  • βάλτος στα πολωνικά - moczary, zalewisko, zanurzyć, zalewać, trzęsawisko, błoto, grządka, ...
  • βάναυσος στα πολωνικά - ordynarny, wulgarny, pospolity, prostacki, trywialny, karczemny, nieparlamentarny, ...
  • βάπτισμα στα πολωνικά - chrzest, ochrzczenie, chrzciny, chrztu, chrztem
Τυχαίες λέξεις
Βάμμα στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: nalewka, odcień, wyciąg, roztwór, tynktura, domieszka, odrobina, hubka, nalewki, Nalewka z, tincture, nalewkę