Dotkliwie στα ελληνικά
Μετάφραση: dotkliwie, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κακά, οδυνηρά, άσχημα, σοβαρά, σημαντικά, αυστηρούς, σοβαρή, σε αυστηρούς
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- dosłyszeć στα ελληνικά - ακούω, αρπάζω, πιάνω, ακούσει, ακούσετε, ακούει, ακούνε
- dotacja στα ελληνικά - δωρεά, επιχορηγώ, επιχορήγηση, χορηγώ, επίδομα, προικοδότηση, επιδότηση, ...
- dotkliwość στα ελληνικά - αυστηρότητα, δριμύτητα, σοβαρότητα, σοβαρότητας, βαρύτητα
- dotkliwy στα ελληνικά - οξυδερκής, οδυνηρός, βαρύς, σοβαρός, αυστηρός, οξύς, ενδιαφερόμενος, ...
Τυχαίες λέξεις
Dotkliwie στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κακά, οδυνηρά, άσχημα, σοβαρά, σημαντικά, αυστηρούς, σοβαρή, σε αυστηρούς
Μεταφράσεις: κακά, οδυνηρά, άσχημα, σοβαρά, σημαντικά, αυστηρούς, σοβαρή, σε αυστηρούς