Dział στα ελληνικά
Μετάφραση: dział, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διαίρεση, κλάδος, μεραρχία, κολόνα, κλαδί, τμήμα, διχασμός, υποκατάστημα, στήλη, τομή, ενότητα, παράγραφο, τμήματος, σημείο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- dziatwa στα ελληνικά - μελαγχολώ, τσούρμο, γένος, γόνου, γεννητόρων, σε απογόνους
- dziać στα ελληνικά - ανακατεύω, θρέφω, αναδεύω, κινώ, κινούμαι, ζαρώνω, πλέκω, ...
- działacz στα ελληνικά - αγωνιστής, ακτιβιστής, ακτιβιστή, ακτιβίστρια, ακτιβιστών, ενεργό
- działający στα ελληνικά - εργασίας, εργάσιμες, εργάζονται, που εργάζονται, εργάζεται
Τυχαίες λέξεις
Dział στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διαίρεση, κλάδος, μεραρχία, κολόνα, κλαδί, τμήμα, διχασμός, υποκατάστημα, στήλη, τομή, ενότητα, παράγραφο, τμήματος, σημείο
Μεταφράσεις: διαίρεση, κλάδος, μεραρχία, κολόνα, κλαδί, τμήμα, διχασμός, υποκατάστημα, στήλη, τομή, ενότητα, παράγραφο, τμήματος, σημείο