Edytować στα ελληνικά

Μετάφραση: edytować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εκδίδω, επιμελούμαι, Επεξεργασία, edit, επεξεργαστείτε, να επεξεργαστείτε, Επεξεργ
Edytować στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • edytorski στα ελληνικά - εκδόσεις, εκδόσεων, εκδοτική, εκδοτικούς, εκδοτικό
  • edytowalny στα ελληνικά - επεξεργάσιμο, επεξεργάσιμη, δυνατότητα επεξεργασίας, επεξεργάσιμα, με δυνατότητα επεξεργασίας
  • efedryna στα ελληνικά - εφεδρίνη, εφεδρίνης, η εφεδρίνη, την εφεδρίνη
  • efekciarski στα ελληνικά - γουστάρω, λουσάτος, φανταστικός, γούστο, προτίμηση, επιδεικτικός, φανταχτερά, ...
Τυχαίες λέξεις
Edytować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εκδίδω, επιμελούμαι, Επεξεργασία, edit, επεξεργαστείτε, να επεξεργαστείτε, Επεξεργ