Egzaminować στα ελληνικά

Μετάφραση: egzaminować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εξετάζω, να εξετάσει, εξετάσει, εξετάζει, εξετάσουν, εξετάζουν
Egzaminować στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • egzamin στα ελληνικά - ελέγχω, εξέταση, διεργασία, εξετάσεις, εξετάσεων, εξέτασης, διαγωνισμό
  • egzaminator στα ελληνικά - εξεταστής, εξεταστή, εξετάστριας, εξετάστρια
  • egzarchat στα ελληνικά - εξαρχία, Εξαρχίας, εξαρχάτο, εξαρχάτου, εξαρχείας
  • egzegeza στα ελληνικά - εξήγηση, εξήγησης, προσεκτική ανάγνωση, την εξήγηση, από προσεκτική ανάγνωση
Τυχαίες λέξεις
Egzaminować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εξετάζω, να εξετάσει, εξετάσει, εξετάζει, εξετάσουν, εξετάζουν