Ekspansja στα ελληνικά

Μετάφραση: ekspansja, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διαστολή, εξάπλωση, επέκταση, διεύρυνση, επέκτασης, διαστολής, ανάπτυξη
Ekspansja στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • eksmitować στα ελληνικά - κάνω έξωση, εκδιώξει, εκδιώξουν, εκδιώξει τους, έξωση
  • ekspander στα ελληνικά - διαστολέα, επέκτασης, διαστολής, expander, εκτόνωσης
  • ekspansjonizm στα ελληνικά - επεκτατισμού, επεκτατισμό, επεκτατισμός, επεκτατική, τον επεκτατισμό
Τυχαίες λέξεις
Ekspansja στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διαστολή, εξάπλωση, επέκταση, διεύρυνση, επέκτασης, διαστολής, ανάπτυξη