Entuzjazmować στα ελληνικά
Μετάφραση: entuzjazmować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φουσκάλα, παφλάζω, φούσκα, ενθουσιάζομαι, ενθουσιάζω, ενθουσιάσουν, ενθουσιάζουν τους, εμπνεύσουμε ενθουσιασμό
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- entuzjastyczny στα ελληνικά - ενθουσιώδης, διθυραμβικός, ενθουσιασμένος, ενθουσιώδεις, ενθουσιώδη, ενθουσιασμό, ενθουσιώδες
- entuzjazm στα ελληνικά - ενθουσιασμός, ζήλος, ενθουσιασμό, τον ενθουσιασμό, ενθουσιασμού, ο ενθουσιασμός
- enuncjacja στα ελληνικά - έκφραση, εξαγγελίας, προφορά, enunciation, εκφοράς
Τυχαίες λέξεις
Entuzjazmować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φουσκάλα, παφλάζω, φούσκα, ενθουσιάζομαι, ενθουσιάζω, ενθουσιάσουν, ενθουσιάζουν τους, εμπνεύσουμε ενθουσιασμό
Μεταφράσεις: φουσκάλα, παφλάζω, φούσκα, ενθουσιάζομαι, ενθουσιάζω, ενθουσιάσουν, ενθουσιάζουν τους, εμπνεύσουμε ενθουσιασμό