Fiksować στα ελληνικά

Μετάφραση: fiksować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διθυραμβικός, ενθουσιώδης, rave, διθυραμβικές, ρέιβ, rave τις, πολύ καλές
Fiksować στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • fiksacja στα ελληνικά - στερέωση, στερέωσης, σταθεροποίηση, υλική ενσωμάτωση, σύνδεσης του
  • filantrop στα ελληνικά - φιλάνθρωπος, φιλάνθρωπο, ευεργέτη, φιλάνθρωπου, το φιλάνθρωπο
  • filantropia στα ελληνικά - ψυχικό, φιλανθρωπία, φιλανθρωπίας, η φιλανθρωπία, τη φιλανθρωπία, της φιλανθρωπίας
Τυχαίες λέξεις
Fiksować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διθυραμβικός, ενθουσιώδης, rave, διθυραμβικές, ρέιβ, rave τις, πολύ καλές