Górski στα ελληνικά

Μετάφραση: górski, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ορεινός, βουνό, βουνού, στο βουνό, ορεινές, ορεινό
Górski στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • górowanie στα ελληνικά - επικράτηση, υπεροχή, κυριαρχία, κυριαρχίας, επικράτησης
  • górować στα ελληνικά - παραβλέπω, κυριαρχώ, υπερακοντίζω, παραγνωρίζω, δεσπόζω, διαπρέπω, πύργος, ...
  • górujący στα ελληνικά - κυρίαρχη, κυρίαρχο, δεσπόζουσα, δεσπόζουσα θέση, δεσπόζουσας
  • góry στα ελληνικά - κορυφή, πάνω, Top, Αρχή, Αρχή σελίδας
Τυχαίες λέξεις
Górski στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ορεινός, βουνό, βουνού, στο βουνό, ορεινές, ορεινό