Gapić στα ελληνικά
Μετάφραση: gapić, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ατενίζω, χασμουριέμαι, χασμουρητό, κοιτάζω, κοιτάζουν επίμονα, κοιτάζουν, κοιτάτε, επίμονα
Μεταφράσεις
- gapiostwo στα ελληνικά - μαλλί, μαλλιού, το μαλλί, μάλλινα, ερίου
- gapiowaty στα ελληνικά - χαζός, απρόσεκτος, απρόσεκτη, απρόσεκτοι, απρόσεκτο, απρόσεκτες
- gar στα ελληνικά - τσουκάλα, μεγάλη κατσαρόλα, μεγάλο δοχείο, κατσαρόλα, μεγάλη κατσαρόλα με
- garaż στα ελληνικά - γκαράζ, στάθμευσης, συνεργείο, garage, του γκαράζ
Τυχαίες λέξεις
Gapić στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ατενίζω, χασμουριέμαι, χασμουρητό, κοιτάζω, κοιτάζουν επίμονα, κοιτάζουν, κοιτάτε, επίμονα
Μεταφράσεις: ατενίζω, χασμουριέμαι, χασμουρητό, κοιτάζω, κοιτάζουν επίμονα, κοιτάζουν, κοιτάτε, επίμονα