Goły στα ελληνικά

Μετάφραση: goły, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γυμνός, τσίτσιδος, γυμνά, γυμνό, γυμνή, γυμνού
Goły στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • gołosłowny στα ελληνικά - μάταιος, άδειος, ξιπασμένος, εγωκεντρικός, ματαιόδοξος, αβάσιμος, αβάσιμη, ...
  • gołowąs στα ελληνικά - νεογνό ζώου, σκύμνος, CUB, λιονταράκι, νεογέννητο
  • gołąb στα ελληνικά - περιστέρι, περιστεριών, περιστερώνα, περιστεριού, περιστεριώνες
  • gołąbek στα ελληνικά - περιστέρι, περιστεριού, περιστερά, το περιστέρι, περιστεριών
Τυχαίες λέξεις
Goły στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γυμνός, τσίτσιδος, γυμνά, γυμνό, γυμνή, γυμνού