Grubieć στα ελληνικά
Μετάφραση: grubieć, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πυκνώνω, πήζω, δένω, χόνδρος, λίπος, χοντρός, πυκνώσει, πήξει, πυκνώνουν, πύκνωση, πήζει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- grubiaństwo στα ελληνικά - αγένεια, την αγένεια, αγένειας, αγένειά, την αγένειά
- grubo στα ελληνικά - πρόχειρα, ζεστά, πυκνός, παχύ, πάχους, παχιά, πάχος, ...
- grubodziób στα ελληνικά - είδος σπίνου
Τυχαίες λέξεις
Grubieć στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πυκνώνω, πήζω, δένω, χόνδρος, λίπος, χοντρός, πυκνώσει, πήξει, πυκνώνουν, πύκνωση, πήζει
Μεταφράσεις: πυκνώνω, πήζω, δένω, χόνδρος, λίπος, χοντρός, πυκνώσει, πήξει, πυκνώνουν, πύκνωση, πήζει